Κεφάλαιο 13 Δεκατρία
Τα μάτια τους κλειδώθηκαν. Τα μάτια του γυάλιζαν ήδη καθώς φανταζόταν τον πόνο που ένιωθε ξανά και ξανά. Παρά τα δάκρυα, η έκφρασή του ήταν σκληρή καθώς σκεφτόταν την αδικία που είχε συμβεί στη Λουκιάν, η οποία δεν είχε κάνει τίποτα άλλο από το να υπηρετήσει τον πληθυσμό των λυκανθρώπων με αρχοντιά και ανιδιοτέλεια.
Συνέχισε, «Όταν με κοίταξες στη συνάντηση και χαιρετισμό, δεν μπορούσα να δω κανένα δισταγμό ή απογοήτευση στα μάτια σου. Ακόμα και τώρα, ακόμα δεν μπορώ να το βρω. Φαίνεσαι τόσο σίγουρος, τόσο σίγουρος ότι ο δεσμός συντρόφου δεν είναι λάθος. Και όταν έθιξα το θέμα της απόρριψης, φάνηκες πραγματικά πληγωμένος και μπερδεμένος, όχι στοχαστικός ή ανακουφισμένος όπως οι σύντροφοι από το παρελθόν μου. Σκέφτηκα, ως Λυκάνιος, θα νιώθεις απογοήτευση που δέθηκες με έναν λυκάνθρωπο, όπως ήταν ο Σεμπάστιαν. Αλλά δεν είσαι σαν αυτόν. Έχουν περάσει σχεδόν 24 ώρες από τότε που συναντηθήκαμε και δεν σε έχω δει ακόμα να στεναχωριέσαι που είσαι μαζί μου. Η ευτυχία του Σεμπάστιαν διήρκεσε μόνο δύο λεπτά προτού η απογοήτευση μπήκε στα μάτια του. Απλώς φαινόταν σαν να με δεχόταν μετά από αυτό. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για αυτό που είμαι».
Γέλασε και κούνησε το κεφάλι της, «Δεν ξέρω γιατί είμαι δεμένη μαζί σου, όλων των ανθρώπων και των ειδών. Δεν καταλαβαίνω καν γιατί με δένουν ξανά. Μερικές φορές, αισθάνομαι ότι η θεά της Σελήνης μου έδωσε τη ζωή μου μόνο και μόνο για να με χρησιμοποιεί ως αστείο ξανά και ξανά και ξανά...»